- αποτυφλωτικός
- η , ό[ν]1) ослепляющий; 2) перен. ослепляющий, ослепительный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποτυφλωτικός — ή, ό αυτός που αποτυφλώνει, που είναι πολύ δυνατός (κυρίως λέγεται για φως): Το φως που έπεφτε στα μάτια του ήταν κυριολεκτικά αποτυφλωτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)